- αραμαϊκός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με τους Αραμαίους2. το θηλ. ως ουσ. η σημιτική γλώσσα (συγγενής με την εβραϊκή).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αραμαϊκός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με τους Αραμαίους· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αραμαϊκά η αραμαϊκή γλώσσα: Ο Χριστός και οι μαθητές του μιλούσαν αραμαϊκά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ατάργατις — Συριακή θεότητα που ταυτιζόταν με τη Γη. Ονομαζόταν επίσης Αταγάνθη ή Αταργάτη. Ο αραμαϊκός τύπος Ταρατά βρίσκεται στο ιερό βιβλίο των Εβραίων Ταλμούδ. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν Δερκετώ και την ταύτιζαν με την Αφροδίτη. Αντιστοιχούσε … Dictionary of Greek